ἀστροειδής

ἀστροειδής
ἀστρο-ειδής, ές,
A starlike, starry, Ph.1.485 ([comp] Sup.), Hierocl. in CA27p.483M.;

ἀ. περίοδος

like that of the stars,

Str.3.5.8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστροειδής — starlike masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροειδής — ές (AM ἀστροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με άστρο …   Dictionary of Greek

  • ἀστροειδῆ — ἀστροειδής starlike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστροειδής starlike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστροειδής starlike masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστροειδεῖ — ἀστροειδής starlike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀστροειδής starlike masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστροειδεῖς — ἀστροειδής starlike masc/fem acc pl ἀστροειδής starlike masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστροειδέα — ἀστροειδής starlike neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀστροειδής starlike masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστροειδές — ἀστροειδής starlike masc/fem voc sg ἀστροειδής starlike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστροειδοῦς — ἀστροειδής starlike masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστροειδέσιν — ἀστροειδής starlike masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”